ταλαντεύομαι

ταλαντεύομαι
ταλαντεύομαι, ταλαντεύτηκα και ταλαντεύθηκα βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταλαντεύομαι — ταλαντεύω balance pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • αμφαξονώ — ἀμφαξονῶ ( έω) (Α) (μεταφορικά από τους τροχούς που στηρίζονται χαλαρά στους άξονες) βαδίζω με αστάθεια, ταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἄξων] …   Dictionary of Greek

  • αμφιταλαντεύομαι — (Μ ἀμφιταλαντεύω) νεοελλ. σκέπτομαι αν πρέπει να κάνω κάτι ή όχι, διστάζω, είμαι αναποφάσιστος μσν. σταθμίζω κάτι σε τρόπο ώστε να κλίνει εξίσου και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ταλαντεύομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιταλάντευση] …   Dictionary of Greek

  • απαρτώ — ἀπαρτῶ ( άω) (Α) [αρτώ] 1. εξαρτώ, κρεμώ 2. στραγγαλίζω, απαγχονίζω 3. αποσπώ, αποχωρίζω 4. μτφ. εξαρτώ κάτι από κάπου 5. (αμτβ. ενεργ.) φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ 6. (για πέτρα σε σφεντόνα) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι ελεύθερα 7. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • δειλοσκοπώ — (Μ δειλοσκοπῶ, έω) (μέσ. δειλοσκοπούμαι) δειλιάζω, ταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο (βλ. δειλός) + σκοπώ] …   Dictionary of Greek

  • διαταλαντούμαι — διαταλαντοῡμαι ( όομαι) (Α) (για πλοία) ταλαντεύομαι συνεχώς, κλυδωνίζομαι …   Dictionary of Greek

  • διατοιχώ — (Α διατοιχῶ, έω) (για πλοίο) ταλαντεύομαι προς τη μια ή την άλλη πλευρά, παρακυλάω …   Dictionary of Greek

  • διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγαρίζω — 1. γέρνω από δω κι από κει, ταλαντεύομαι 2. (για αρπακτικά πτηνά που αναζητούν τη λεία τους) ζυγίζομαι στον αέρα, μένω μετέωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγαρά, άλλος τ. του ζυγαριά + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”